- κολεόπτιλο
- τοβοτ. μεμβρανώδες ή σαρκώδες περίβλημα που καλύπτει κυρίως το βλαστίδιο τών αγρωστωδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleoptile < νεολατ. coleoptilum < coleo- (πρβλ. κολεο- < κολεόν) + -ptilum (< πτίλον)].
Dictionary of Greek. 2013.